- ψιμάρ(ν)ι
- τό1) поздний ягнёнок; 2) простак, дурак;
τον βρήκε (έπιασε) ψιμάρ(ν)ι! — нашёл дурака!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον βρήκε (έπιασε) ψιμάρ(ν)ι! — нашёл дурака!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.